Άρθρο στην εφημερίδα "Αδέσμευτος Τύπος" (Δ. Ρίζου)
Με προβληματισμό που ορισμένες φορές φθάνει και στο επίπεδο της
ανησυχίας παρακολουθώ τις τελευταίες εβδομάδες τη συζήτηση που
διεξάγεται, πολιτική αλλά και δημόσια, αναφορικά με τα εθνικά θέματα
και ειδικά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Μια συζήτηση που αναθερμάνθηκε
μετά την πρόταση του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλου
για επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών μέσα από την παραπομπή τους
στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, του συμβάντος στην Κάρπαθο που
στοίχισε τη ζωή στον ήρωα σμηναγό Κώστα Ηλιάκη, αλλά και την
προετοιμασία της συνάντησης της υπουργού Εξωτερικών Ντόρας Μπακογιάννη
με τον τούρκο ομόλογό της Αμπντουλάχ Γκιούλ.
Μια παρατήρηση επί της ουσίας της συζήτησης και όχι επί του τρόπου που
αυτή διεξάγεται. Η Ελλάδα είναι υπέρ της παραπομπής των διαφορών μας με
την Τουρκία στη Χάγη. Με την προϋπόθεση ότι απαιτείται καλή
προετοιμασία και πως μιλάμε μόνο για το θέμα της υφαλοκρηπίδας. Η χώρα
μας άλλωστε δεν έχει τίποτα να φοβηθεί έχοντας με το μέρος της το
διεθνές δίκαιο και τις ισχύουσες συνθήκες τις οποίες το κατεστημένο της
Άγκυρας επιχειρεί να αγνοήσει με προκλήσεις και απειλές περί casus
beli. Πρέπει όμως όλοι να λαμβάνουμε υπόψη μας τα πραγματικά δεδομένα
σε ότι αφορά την ουσιαστική υλοποίηση αυτής της πρότασης. Από τη μία η
Τουρκία δεν έχει αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου
από την άλλη σε μια προαπαιτούμενη προσπάθεια υπογραφής συνυποσχετικού
με τη χώρας μας για την προσφυγή στη Χάγη θα επιχειρήσει, όπως πολλάκις
έχει εμπράκτως αποδείξει, να θέσει και νέα θέματα όπως των δήθεν
γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο.
Στο πλαίσιο αυτής της συλλογιστικής μια παρατήρηση και δύο
μηνύματα. Η παρατήρηση αφορά το εξής: η ελληνική κυβέρνηση ορθώς
επιμένει σε μια προσεκτική και ψύχραιμη προσέγγιση των σχέσεών της με
την Τουρκία. Πρώτον η γειτονική χώρα μαστίζεται από εσωτερική πολιτική
κρίση και η Ελλάδα δεν έχει κανέναν λόγο να γίνει μέρος αυτού του
προβλήματος που εκδηλώνεται με σειρά τουρκικών προκλήσεων. Δεύτερον η
ελληνική στάση υπαγορεύεται από τις αρχές και τις αξίες της Ευρωπαϊκής
Ένωσης και δείχνει τη διαφορά στην πολιτική νοοτροπία μεταξύ των δύο
χωρών. Και στο πλαίσιο αυτό επίσης ορθώς η Ελλάδα επιμένει να θέτει τις
σχέσεις της με τη γειτονική χώρα όχι σε διμερές επίπεδο, αλλά να θέτει
την Τουρκία ενώπιον του συνόλου της Ε.Ε. απέναντι στην οποία έχει
αναλάβει συγκεκριμένες δεσμεύσεις τις οποίες οφείλει να εκπληρώσει και
ικανοποιήσει αν επιθυμεί να γίνει μέλος της Ένωσης.
Σε ό,τι αφορά τα μηνύματα. Το πρώτο αφορά την αξιωματική
αντιπολίτευση. Η κυβέρνηση έδειξε εμπράκτως ότι επιθυμεί τη συναίνεση,
τη συνεργασία και την ενότητα στα ευαίσθητα ζητήματα της εξωτερικής
πολιτικής. Οφείλει όμως και το ΠΑΣΟΚ να εγκαταλείψει την μικροπολιτική
και τις ανεύθυνες προτάσεις που σκοπό έχουν τον εύκολο εντυπωσιασμό
όπως αυτή της επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια. Ασφαλώς είναι
δικαίωμά μας όμως η εξωτερική πολιτική δεν οικοδομείται στα
τηλεπαράθυρα ούτε στο πεδίο της αντιπολίτευσης αλλά απαιτεί ρεαλισμό
και διπλωματία. Το δεύτερο αφορά την Τουρκία. Η οποία επιτέλους οφείλει
να εγκαταλείψει τις προκλήσεις, να δείξει με συγκεκριμένες κινήσεις ότι
επιθυμεί την σταθερότητα στην περιοχή, να εφαρμόσει τα όσα ορίζουν οι
διεθνείς συνθήκες που αναγνωρίζει και να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που
έχει αναλάβει απέναντι στην Ε.Ε.